Τρίτη 29 Μαρτίου 2016

Μέταλλα: δώρα της φύσης στον άνθρωπο

Τα μέταλλα είναι δώρα της φύσης στον άνθρωπο. Όπως αυτό που βρήκε ο Σπύρος στα Ψηλά Βουνά. 

67.    Ο Σπύρος βρίσκει κάτι χρήσιμο

Ο Σπύρος ήταν με φουσκωμένη την τσέπη. Κάτι έκρυβε μέσα και δεν έλεγε τίποτα. Ο Φουντούλης όλο κοίταζε την τσέπη του Σπύρου και στο τέλος τον ερώτησε:
—Αχλάδι είναι;
—Αυτό που είναι δεν το τρώνε, απάντησε ο Σπύρος. Κι έβγαλε από την τσέπη του μία πέτρα.
Όταν τον είδαν τ’ άλλα παιδιά από μακριά, είπαν γελώντας:
—Ο Σπύρος τώρα θα βάζει στο κουτί του και λιθάρια. Και όμως, άμα πλησίασαν, είδαν πως δεν ήταν σαν τις άλλες πέτρες αυτή που μάζεψε ο Σπύρος. Ήταν μαύρη πολύ και βαριά. Μα σε πολλές μεριές έλαμπε, σαν να ήταν ασημένια.
—Μπορεί να έχει σίδερο μέσα, είπε ο δασάρχης, όταν του έδειξαν την πέτρα.
Και τότε τους είπε πως μέσα στη γη είναι πολλές και μεγάλες τέτοιες πέτρες που έχουν μέταλλο. Άλλες έχουν σίδερο, άλλες χαλκό, άλλες μολύβι. Ακόμα και ασήμι και χρυσάφι.
Το βουνό τα δίνει αυτά όλα.
Ενώ άκουγε ο Σπύρος εκείνα που έλεγε ο δασάρχης για τα μέταλλα, κοίταζε τ’ άλλα παιδιά και καμάρωνε. Η πέτρα του έδωσε αφορμή να τα μάθουν αυτά. Να που βρήκε κι ο Σπύρος ένα χρήσιμο πράμα!

Και για να 'χουμε πλήρη εικόνα για τι πράγμα μιλάμε... επισκεφτήκαμε το εργαστήριο μπρούτζινων αγαλμάτων του κυρίου Γιάννη Κελεσή, τον οποίο ευχαριστούμε θερμά για τη φιλοξενία!


Eπίσκεψη σε εργαστήριο μπρούτζινων αγαλμάτων from Marilia 




Με παρόμοια διαδικασία και τα κουδούνια του κυρ Θύμιου απ' τα Σάλωνα. ;)

55.    Ο Θύμιος ο κουδουνάς από τα Σάλωνα

Απόψε μετά το φαγητό κάθισαν έξω κι άναψαν μια μεγάλη φωτιά, γιατί έκανε ψύχρα. Άργησαν να κοιμηθούν απόψε· ήθελαν να χαρούν τον Φάνη. Είπαν ένα τραγούδι, είπαν δεύτερο και τρίτο. Είπαν κι ένα παραμύθι.
Με το παραμύθι και με τη φωτιά σαν χειμώνας ήταν.
—Απόψε έχετε μεγάλη χαρά, είπε ο Θύμιος ο κουδουνάς από τα Σάλωνα. Σταθείτε να σας παίξω κι εγώ μια μουσική.
Να πούμε την αλήθεια, δεν ήταν εκεί ο Θύμιος ο κουδουνάς· ήταν στα Σάλωνα. Μα έπαιζε τη μουσική του σαν να ήταν εκεί. Γιατί ακούστηκε μακριά ένα κοπάδι πρόβατα με τα κουδούνια του κι αυτά τα κουδούνια ήταν όλα από το εργαστήρι του Θύμιου.
Από ‘κεί ψωνίζει ο γερο-Θανάσης.
—Άκου, άκου! είπε ο Δημητράκης κι ο Γιώργος μαζί.
Κι άκουγαν όλοι τα κουδούνια. Από τον χτύπο των κουδουνιών καταλαβαίνουν πώς περπατούν τα πρόβατα, πώς τινάζουν το κεφάλι για να κόψουν το χορταράκι, πώς πάνε λίγα βήματα και στέκουν· πώς βόσκουν, όλο βόσκουν.
Τραγουδούσαν τα βαθιά κουδούνια, τραγουδούσαν και τα ψηλά, όπως τους είχε πει ο κουδουνάς. Κι άκουγαν τα βουνά...
Έτσι τα έφτιαξε τα κουδούνια ο μαστρο-Θύμιος. Καθένα με τη φωνή του.
Μέρες πολλές, εβδομάδες δούλευε στο εργαστήρι του γι’ αυτά τα κουδούνια. Τα έβαζε μέσα στο καμίνι του ώσπου να γίνουν κόκκινα σαν κάρβουνα· τα σφυροκοπούσε στο αμόνι, πάλι τα έκαιγε, πάλι τα δούλευε με το σφυρί.
—Όχι, όχι, ακόμη δεν τραγούδησες, έλεγε. Κι όλο τα χτυπούσε, ώσπου τα έφτιαχνε όπως ήθελε. Εσύ θα ’χεις τη φωνή σου και συ τη φωνούλα σου. Εσύ θα τραγουδείς σαν κούκος, εσύ σαν σταλαματιές νερό. Κι όλα μαζί θα λέτε το τραγούδι που ξέρω εγώ.
Όποιος πέρασε από τα Σάλωνα είδε τον Θύμιο σκυμμένο στο εργαστήρι του. Τίμησε την τέχνη του· κανένας δεν τον πέρασε στη μαστοριά.
Έχει πολλούς καλφάδες. Στέλνει κουδούνια στον Παρνασσό, στο Βελούχι, στον Όλυμπο. Ποιος βιολιτζής μπορεί να μετρηθεί με τον μαστρο-Θύμιο που κάνει και τραγουδούν οι ράχες;

 

2 σχόλια:

Unknown είπε...

Έχετε δικιό ήταν τέλιο!!!:)

Unknown είπε...

Περάσαμε καταπληκτικά