Δευτέρα 28 Μαρτίου 2016

Τα ψηλά βουνά κι εμείς

εικ. 1: Για τι πράγμα μιλούν Τα Ψηλά Βουνά;


Από τις πρώτες μέρες του Φλεβάρη τα μάτια, η σκέψη, η καρδιά και η... τάξη μου έχουν γεμίσει από βουνά. Όλα κινούνται ανηφορικά. Στην κυριολεξία. Αφορμή για τον... ανήφορο το διήγημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου "Τα ψηλά βουνά".

Οι παραπάνω λέξεις με την υποστήριξη του tagul, από την Ελένη Α. 


Μεγαλεπήβολο σχέδιο η επαναφορά της πρώτης έκδοσης του 1918 -πριν τη λογοκρισία του βιβλίου δηλαδή από τις μεταβενιζελικές κυβερνήσεις του 1920- με σύγχρονη γραμματική και ορθογραφία. Το στοίχημα φαίνεται να 'χει κερδηθεί. Τα καλά της συνεργασίας! ;) 

Το βιβλίο εντάχθηκε στο "δανειστικό ράφι" από πολύ νωρίς, καθώς είναι από τα διηγήματα που αγαπώ ιδιαίτερα. Εξάλλου, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι των μαθητικών μου χρόνων -εκτός από των διδακτικών μου, φυσικά. Όταν, λοιπόν, ήρθε η πρόταση για επεξεργασία του βιβλίου στην τάξη, η ιδέα αγκαλιάστηκε κι από τους μαθητές μου άμεσα και ζεστά. Τα αντίτυπα προς δανεισμό πολλαπλασιάστηκαν και σταδιακά διαβάζονται από όλους τους μαθητές. Φυσικά οι αφηγήσεις στην τάξη είναι, πλέον, καθημερινές, καθώς το βιβλίο εξυπηρετεί στο ακέραιο τις ανάγκες του προγράμματός μας "Όταν κοιτάς από ψηλά...!". 

Πρόκειται για ένα διήγημα με σύγχρονη παιδαγωγική αξία κι αξιοποίηση. Ο Παπαντωνίου με τη μεγάλη του εικονοπλαστική δεινότητα και την απλή γλώσσα, έχοντας πραγματικό ενδιαφέρον για τα παιδιά και τη φύση, καταφέρνει να μιλήσει άμεσα, απλά και κατανοητά για ό,τι μας περιβάλλει. Τα Ψηλά Βουνά αποτελούν, με άλλα λόγια, σύγχρονο παιδαγωγικό εργαλείο για την καλλιέργεια των εννοιών "Περιβαλλοντική Εκπαίδευση" και "Ενεργός Πολίτης". Σήμερα, μετά από δύο, σχεδόν, μήνες ενασχόλησης με το βιβλίο, οι μαθητές μου εκφράστηκαν για αυτή την παιδαγωγική αξία (βλ. εικόνα 1). 

Ωστόσο, η ενασχόλησή τους με το διήγημα γίνεται αβίαστα, από καρδιάς και η δημιουργική τους διάθεση ξεπερνά κάθε προσδοκία μου. Ανταποκρίθηκαν άμεσα και θετικότατα στους θεατρικούς διαλόγους που τους έδωσα, βασισμένους στο κείμενο του Παπαντωνίου, φτιάχνοντας κούκλες για κουκλοθέατρο από ανακυκλώσιμα και άχρηστα υλικά. 

Φουντούλης

παπάς

κυρ Στέφανος

Αφρόδω

Αντρέας

γρια-Χάρμαινα & Αφρόδω (δις)
Παράλληλα έχουν ασχοληθεί με την εικονογράφηση του βιβλίου ζωγραφίζοντας ελεύθερα ό,τι τους εντυπωσιάζει από τις αφηγήσεις που κάνουμε στην τάξη, ενώ πρόσφατα ασχολήθηκαν και με τον επιχρωματισμό σκίτσων του βιβλίου (έκδοση 1918, σκίτσα Ρούμπου και Παπαντωνίου). 







Συνεχίζοντας την ενασχόληση με το βιβλίο, κάποια παιδιά έχουν αναλάβει τη δημιουργία μιας μακέτας του βουνού. (Ανολοκλήρωτη δράση)



Σήμερα, προετοιμάσαμε την αυριανή επίσκεψή μας στο Καλλιτεχνικό Εργαστήρι Μπρούτζινων Αγαλμάτων. Καλύτερο τρόπο δε σκέφτηκα, από την ανάγνωση των παρακάτω αποσπασμάτων από Τα Ψηλά Βουνά: 

55.    Ο Θύμιος ο κουδουνάς από τα Σάλωνα

Απόψε μετά το φαγητό κάθισαν έξω κι άναψαν μια μεγάλη φωτιά, γιατί έκανε ψύχρα. Άργησαν να κοιμηθούν απόψε· ήθελαν να χαρούν τον Φάνη. Είπαν ένα τραγούδι, είπαν δεύτερο και τρίτο. Είπαν κι ένα παραμύθι.
Με το παραμύθι και με τη φωτιά σαν χειμώνας ήταν.
—Απόψε έχετε μεγάλη χαρά, είπε ο Θύμιος ο κουδουνάς από τα Σάλωνα. Σταθείτε να σας παίξω κι εγώ μια μουσική.
Να πούμε την αλήθεια, δεν ήταν εκεί ο Θύμιος ο κουδουνάς· ήταν στα Σάλωνα. Μα έπαιζε τη μουσική του σαν να ήταν εκεί. Γιατί ακούστηκε μακριά ένα κοπάδι πρόβατα με τα κουδούνια του κι αυτά τα κουδούνια ήταν όλα από το εργαστήρι του Θύμιου.
Από ‘κεί ψωνίζει ο γερο-Θανάσης.
—Άκου, άκου! είπε ο Δημητράκης κι ο Γιώργος μαζί.
Κι άκουγαν όλοι τα κουδούνια. Από τον χτύπο των κουδουνιών καταλαβαίνουν πώς περπατούν τα πρόβατα, πώς τινάζουν το κεφάλι για να κόψουν το χορταράκι, πώς πάνε λίγα βήματα και στέκουν· πώς βόσκουν, όλο βόσκουν.
Τραγουδούσαν τα βαθιά κουδούνια, τραγουδούσαν και τα ψηλά, όπως τους είχε πει ο κουδουνάς. Κι άκουγαν τα βουνά...
Έτσι τα έφτιαξε τα κουδούνια ο μαστρο-Θύμιος. Καθένα με τη φωνή του.
Μέρες πολλές, εβδομάδες δούλευε στο εργαστήρι του γι’ αυτά τα κουδούνια. Τα έβαζε μέσα στο καμίνι του ώσπου να γίνουν κόκκινα σαν κάρβουνα· τα σφυροκοπούσε στο αμόνι, πάλι τα έκαιγε, πάλι τα δούλευε με το σφυρί.
—Όχι, όχι, ακόμη δεν τραγούδησες, έλεγε. Κι όλο τα χτυπούσε, ώσπου τα έφτιαχνε όπως ήθελε. Εσύ θα ’χεις τη φωνή σου και συ τη φωνούλα σου. Εσύ θα τραγουδείς σαν κούκος, εσύ σαν σταλαματιές νερό. Κι όλα μαζί θα λέτε το τραγούδι που ξέρω εγώ.
Όποιος πέρασε από τα Σάλωνα είδε τον Θύμιο σκυμμένο στο εργαστήρι του. Τίμησε την τέχνη του· κανένας δεν τον πέρασε στη μαστοριά.
Έχει πολλούς καλφάδες. Στέλνει κουδούνια στον Παρνασσό, στο Βελούχι, στον Όλυμπο. Ποιος βιολιτζής μπορεί να μετρηθεί με τον μαστρο-Θύμιο που κάνει και τραγουδούν οι ράχες;




67.    Ο Σπύρος βρίσκει κάτι χρήσιμο

Ο Σπύρος ήταν με φουσκωμένη την τσέπη. Κάτι έκρυβε μέσα και δεν έλεγε τίποτα. Ο Φουντούλης όλο κοίταζε την τσέπη του Σπύρου και στο τέλος τον ερώτησε:
—Αχλάδι είναι;
—Αυτό που είναι δεν το τρώνε, απάντησε ο Σπύρος. Κι έβγαλε από την τσέπη του μία πέτρα.
Όταν τον είδαν τ’ άλλα παιδιά από μακριά, είπαν γελώντας:
—Ο Σπύρος τώρα θα βάζει στο κουτί του και λιθάρια. Και όμως, άμα πλησίασαν, είδαν πως δεν ήταν σαν τις άλλες πέτρες αυτή που μάζεψε ο Σπύρος. Ήταν μαύρη πολύ και βαριά. Μα σε πολλές μεριές έλαμπε, σαν να ήταν ασημένια.
—Μπορεί να έχει σίδερο μέσα, είπε ο δασάρχης, όταν του έδειξαν την πέτρα.
Και τότε τους είπε πως μέσα στη γη είναι πολλές και μεγάλες τέτοιες πέτρες που έχουν μέταλλο. Άλλες έχουν σίδερο, άλλες χαλκό, άλλες μολύβι. Ακόμα και ασήμι και χρυσάφι.
Το βουνό τα δίνει αυτά όλα.
Ενώ άκουγε ο Σπύρος εκείνα που έλεγε ο δασάρχης για τα μέταλλα, κοίταζε τ’ άλλα παιδιά και καμάρωνε. Η πέτρα του έδωσε αφορμή να τα μάθουν αυτά. Να που βρήκε κι ο Σπύρος ένα χρήσιμο πράμα!



3 σχόλια:

Unknown είπε...

είναι τελειο και μαρεσει πάρα πολυ

Μαριλία είπε...

:))))) Μπράβο, ρε Ελένη! Πολύ με συγκινείτε! Και η tagulοκατασκευάστρια με συγκινεί περισσότερο. ;)

Καλή μας συνέχεια!

Unknown είπε...

Μπράβο Ελένη!:)